- Höhe
- Höhe[ˈhøːə]<-, -n> f1. (räumlich, von Betrag, GEO) ύψος nt,• an gewinnen/verlieren κερδίζω/χάνω ύψος,• in die gehen ανεβαίνω στα ύψη,• auf der sein είμαι σε φόρμα,• das ist doch die ! (umg) αυτό πια παραπάει!,• die n und Tiefen des Lebens τα σκαμπανεβάσματα της ζωής,• die Läufer liegen auf gleicher οι δρομείς βρίσκονται στην ίδια ευθεία,• das Schiff liegt auf der von Gibraltar το πλοίο βρίσκεται στο ύψος του Γιβραλτάρ,• ein Betrag in der von 100 Euro ένα ποσό ύψους 100 ευρώ,• das hängt von der der Temperatur ab εξαρτάται από το ύψος της θερμοκρασίας,• absolute (GEO) απόλυτο ύψος2. (Ton) τόνος m,• die eines Tons/einer Stimme η οξύτητα/ο τόνος μιας νότας/μιας φωνής3. (An) ύψωμα nt, λόφος m,• bewaldete n δασόφυτα υψώματα4. (Höhepunkt) αποκορύφωμα nt,• sie war auf der ihrer Karriere βρισκόταν στο αποκορύφωμα της καριέρας της5. (TECH: Frequenz)• die n οι υψηλές συχνότητες
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.